- αλαφιασμένος
- η , ο испуганный, напуганный; встревоженный, обеспокоенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλαφιασμένος — η, ο παθ. μτχ. τού αλαφιάζω … Dictionary of Greek
αλαφιάζω — 1. φοβίζω, τρομάζω κάποιον 2. τρομάζω ο ίδιος, ξαφνιάζομαι, τά χάνω, τό βάζω στα πόδια 3. παθ. καταλαμβάνομαι από ταραχή, φοβάμαι 4. (παθ. μτχ.) αλαφιασμένος, η, ο α) φοβισμένος, ταραγμένος β) λαχανιασμένος γ) επιρρεπής στον φόβο, μη ψύχραιμος.… … Dictionary of Greek
αλαφιάζομαι — αλαφιάζομαι, αλαφιάστηκα, αλαφιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής